- βαθυχαιτης
- βαθυχαίτηςβαθυ-χαίτης2с длинными или густыми кудрями Hes.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαθυχαίτης — βαθυχαίτης, ο και βαθυχαιτήεις, ήεσσα, ῆεν (Α) αυτός που έχει μακριά, πυκνά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυχαίτης < βαθύς + χαίτη, ενώ ο τ. βαθυχαιτήεις < βαθύς + χαιτήεις < χαίτη) … Dictionary of Greek
βαθυχαίτης — with thick long hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυχαῖτα — βαθυχαίτης with thick long hair masc voc sg βαθυχαίτης with thick long hair masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυχαῖται — βαθυχαίτης with thick long hair masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυχαίτην — βαθυχαίτης with thick long hair masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυχαίτας — βαθυχαίτᾱς , βαθυχαίτης with thick long hair masc acc pl βαθυχαίτᾱς , βαθυχαίτης with thick long hair masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
ԹԱՒԱԳԷՍ — (գիսի, սաց.) NBH 1 0799 Chronological Sequence: 6c ա. βαθυχαίτης densam habens caesariem Ոյր գէսք են թաւ. թաւ վարսիւք. թաւամազ. մազը շատ. ... *Քանզի թաւագէսք են, որ ոչն սափրին ամենեւին. Փիլ. տեսական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)